fraŭdiĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fraŭdiĝo | fraŭdiĝoj |
αιτιατική | fraŭdiĝon | fraŭdiĝojn |
fraŭdiĝo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- fraudigho στο H-sistemo
- frauxdigxo στο X-sistemo