Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fʁe.ne.zi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
frénésie frénésies

frénésie (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η φρενίτιδα
     συνώνυμα: fièvre, folie
  2. έντονος ενθουσιασμός· έντονη βία
     συνώνυμα: agitation, ardeur, déchaînement, enthousiasme, exaltation· folie, fureur, furie

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία