ενικός         πληθυντικός  
fotolyo fotolyos

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fotolyo < (άμεσο δάνειο) γαλλική fauteuil (πολυθρόνα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /foˈtoʎjo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: fo‐tol‐yo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fotolyo αρσενικό