forced
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | forced |
συγκριτικός | more forced |
υπερθετικός | most forced |
forced (en)
- αναγκαστικός, χωρίς τη θέληση κάποιου
- ⮡ a forced landing in cases of danger - αναγκαστική προσγείωση σε περιπτώσεις κινδύνου
- ⮡ The government took forced measures to address the crisis.
- Η κυβέρνηση πήρε αναγκαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης.
- ⮡ It was a forced decision that could not be avoided.
- Ήταν μια αναγκαστική απόφαση που δεν μπορούσε να αποφευχθεί.
- προσποιητός, ανειλικρινής· που δεν εκφράζει αληθινά συναισθήματα
- ⮡ His apology seemed inauthentic and forced.
- Η συγγνώμη του φάνηκε ανειλικρινής και προσποιητή.
- ⮡ His apology seemed inauthentic and forced.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαforced (en)