Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός forced
συγκριτικός more forced
υπερθετικός most forced

forced (en)

  1. αναγκαστικός, χωρίς τη θέληση κάποιου
    ⮡  a forced landing in cases of danger - αναγκαστική προσγείωση σε περιπτώσεις κινδύνου
    ⮡  The government took forced measures to address the crisis.
    Η κυβέρνηση πήρε αναγκαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης.
    ⮡  It was a forced decision that could not be avoided.
    Ήταν μια αναγκαστική απόφαση που δεν μπορούσε να αποφευχθεί.
  2. προσποιητός, ανειλικρινής· που δεν εκφράζει αληθινά συναισθήματα
    ⮡  His apology seemed inauthentic and forced.
    Η συγγνώμη του φάνηκε ανειλικρινής και προσποιητή.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

forced (en)