ενικός         πληθυντικός  
floss flosses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

floss (en)

ενεστώτας floss
γ΄ ενικό ενεστώτα flosses
αόριστος flossed
παθητική μετοχή flossed
ενεργητική μετοχή flossing

floss (en)

  • χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα
    ⮡  How should often should I floss?
    Πόσο συχνά πρέπει να χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα;

Δείτε επίσης

επεξεργασία