floss
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
floss | flosses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
floss (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | floss |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flosses |
αόριστος | flossed |
παθητική μετοχή | flossed |
ενεργητική μετοχή | flossing |
floss (en)
- χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα
- ↪ How should often should I floss?
- Πόσο συχνά πρέπει να χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα;
- ↪ How should often should I floss?
Δείτε επίσης επεξεργασία
- dental floss στην αγγλική Βικιπαίδεια