dental floss
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dental floss | dental flosses |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαdental floss (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- dental floss στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
dental floss | dental flosses |
dental floss (en)