flexiune
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαflexiune (ro) θηλυκό
- το λύγισμα
Κλίση
επεξεργασία κλίση του flexiune
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o flexiune | flexiunea | nişte flexiuni | flexiunile |
γενική | a unei flexiuni | flexiunii | a unor flexiuni | flexiunilor |
δοτική | a unei flexiuni | flexiunii | a unor flexiuni | flexiunilor |
αιτιατική | o flexiune | flexiunea | nişte flexiuni | flexiunile |
κλητική | — | - | — | - |