Ετυμολογία

επεξεργασία
flanko < flank + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική flanko flankoj
αιτιατική flankon flankojn

flanko (eo)

la flanko de la monto, η πλαγιά του βουνού