fingrofrapo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fingrofrapo | fingrofrapoj |
αιτιατική | fingrofrapon | fingrofrapojn |
fingrofrapo (eo)
- το άγγιγμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fingrofrapo | fingrofrapoj |
αιτιατική | fingrofrapon | fingrofrapojn |
fingrofrapo (eo)