fekseĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fekseĝo | fekseĝoj |
αιτιατική | fekseĝon | fekseĝojn |
fekseĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fekseĝo | fekseĝoj |
αιτιατική | fekseĝon | fekseĝojn |
fekseĝo (eo)