fakulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fakulo | fakuloj |
αιτιατική | fakulon | fakulojn |
fakulo (eo)
- εμπειρογνώμονας, σπεσιαλίστας σε κάποιον κλάδο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fakulo | fakuloj |
αιτιατική | fakulon | fakulojn |
fakulo (eo)