evolve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | evolve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | evolves |
αόριστος | evolved |
παθητική μετοχή | evolved |
ενεργητική μετοχή | evolving |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɪˈvɑlv/ (αμερικανικό)
Ρήμα
επεξεργασίαevolve (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι
- ⮡ an evolved society/economy - εξελιγμένη κοινωνία/οικονομία
- (μεταβατικό & αμετάβατο, βιολογία) εξελίσσομαι
- ⮡ the most evolved species - τα περισσότερο εξελιγμένα είδη