epiteto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | epiteto | epitetoj |
αιτιατική | epiteton | epitetojn |
epiteto (eo)
- το επίθετο
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
epiteto | epiteti |
epiteto (it)
- επίθετο, προσδιοριστικό επίθετο ή φράση που χαρακτηρίζει ένα όνομα που δείχνει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό