enskribigo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enskribigo | enskribigoj |
αιτιατική | enskribigon | enskribigojn |
enskribigo (eo)
- η εγγραφή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enskribigo | enskribigoj |
αιτιατική | enskribigon | enskribigojn |
enskribigo (eo)