eksedziĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eks.edˈzi.d͡ʒo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksedziĝo | eksedziĝoj |
αιτιατική | eksedziĝon | eksedziĝojn |
eksedziĝo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- eksedzigho στο H-sistemo
- eksedzigxo στο X-sistemo