dukto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dukto | duktoj |
αιτιατική | dukton | duktojn |
dukto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dukto | duktoj |
αιτιατική | dukton | duktojn |
dukto (eo)