naftodukto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naftodukto | naftoduktoj |
αιτιατική | naftodukton | naftoduktojn |
naftodukto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naftodukto | naftoduktoj |
αιτιατική | naftodukton | naftoduktojn |
naftodukto (eo)