duaranga
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duaranga | duarangaj |
αιτιατική | duarangan | duarangajn |
duaranga (eo)
- la lando estas la duaranga eksportanto de kupro
- η χώρα είναι ο δεύτερος εξαγωγέας χαλκού