Ιταλικά (it) επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
dolcetto dolcetti

  Ετυμολογία επεξεργασία

dolcetto < dolc(e) + υποκοριστικό επίθημα -etto

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dolˈt͡ʃet.to/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dolcetto (it) αρσενικό

  1. ποικιλία σταφυλιών από το Πιεμόντε, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή κόκκινου κρασιού
  2. (ποτό) το ξηρό, ελαφρώς πικρό κρασί που παράγεται από αυτό το σταφύλι

  Πηγές επεξεργασία