παραθετικά
θετικός doable
συγκριτικός more doable
υπερθετικός most doable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
doable < do + -able

  Επίθετο

επεξεργασία

doable (en) (ανεπίσημο)

  • κατορθωτός, που μπορεί να πραγματοποιηθεί
    ⮡  Do you consider this doable?
    Το θεωρείς εσύ κατορθωτό αυτό;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη achievable