ενικός         πληθυντικός  
djadi djadis

  Ετυμολογία

επεξεργασία
djadi < (άμεσο δάνειο) τουρκική cadı (μάγισσα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /d͡ʒɑˈdi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: dja‐di

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

djadi θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία