dissimulé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dissimulé < dissimuler
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dissimulé | dissimulés |
θηλυκό | dissimulée | dissimulées |
dissimulé (fr)
- κρυμμένος
- αποσιωπημένος
- που κρύβει, υποκριτής
- une personne dissimulée - ένα υποκριτικό άτομο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη dissimuler