differently
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | differently |
συγκριτικός | more differently |
υπερθετικός | most differently |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαdifferently (en)
- διαφορετικά, (κι) αλλιώς, αλλιώς…αλλιώς
- ⮡ You obviously think differently.
- Προφανώς σκέφτεσαι διαφορετικά.
- ⮡ Not like that, carry it differently.
- Όχι έτσι, αλλιώς βάστα το.
- ⮡ You can work on it differently.
- Μπορείς και αλλιώς να το δουλέψεις.
- ⮡ If you can, do it differently.
- Αν μπορείς κάνε κι αλλιώς.
- ⮡ Don’t confuse things, one situation is handled differently than the other.
- Μη συγχέεις τα πράγματα, αλλιώς αντιμετωπίζεται η μία κατάσταση και αλλιώς η άλλη.
- ≈ συνώνυμα: otherwise
- ⮡ You obviously think differently.