ενεστώτας deplete
γ΄ ενικό ενεστώτα depletes
αόριστος depleted
παθητική μετοχή depleted
ενεργητική μετοχή depleting

deplete (en)

  1. (μεταβατικό) εξαντλώ, στερεύω
    ※  A depleted bank account had caused me to postpone my holiday
    Ένας αδειασμένος τραπεζικός λογαριασμός μού επέβαλε να αναβάλω τις διακοπές μου
    Arthur Conan Doyle, Memoirs of Sherlock Holmes (1894), The Resident Patient
     συνώνυμα: use up
  2. (για μετρήσιμη ποσότητα) μειώνω, ελαττώνω

Συγγενικά

επεξεργασία