dependiĝinta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dependiĝinta | dependiĝintaj |
αιτιατική | dependiĝintan | dependiĝintajn |
dependiĝinta (eo)
- εξαρτημένος, που έχει εξαρτηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΆλλες γραφές
επεξεργασία- dependighinta στο H-sistemo
- dependigxinta στο X-sistemo