decadență
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdecadență (ro) θηλυκό
- η παρακμή
Κλίση
επεξεργασία κλίση του decadență
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o decadență | decadența | nişte decadențe | decadențele |
γενική | a unei decadențe | decadenței | a unor decadențe | decadențelor |
δοτική | unei decadențe | decadenței | unor decadențe | decadențelor |
αιτιατική | o decadență | decadența | nişte decadențe | decadențele |
κλητική | — | - | — | - |