debaucherous
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | debaucherous |
συγκριτικός | more debaucherous |
υπερθετικός | most debaucherous |
Επίθετο
επεξεργασίαdebaucherous (en)
παραθετικά | |
θετικός | debaucherous |
συγκριτικός | more debaucherous |
υπερθετικός | most debaucherous |
debaucherous (en)