debaucherously
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | debaucherously |
συγκριτικός | more debaucherously |
υπερθετικός | most debaucherously |
Ετυμολογία
επεξεργασία- debaucherously < debaucherous + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαdebaucherously (en)
- ακόλαστα
- ⮡ He lives debaucherously.
- Ζει ακόλαστα.
- ⮡ He lives debaucherously.