daring
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | daring |
συγκριτικός | more daring |
υπερθετικός | most daring |
daring (en)
- τολμηρός, που δε διστάζει να κάνει επικίνδυνες ή ασυνήθιστες ενέργειες, για να υπερνικήσει εμπόδια
- ⮡ a daring soldier - τολμηρός στρατιώτης
- ⮡ He succeeded because he is a daring trader/entrepreneur.
- Πέτυχε, γιατί είναι τολμηρός έμπορος/επιχειρηματίας.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdaring (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του dare