désacraliser
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- désacraliser < dé- + sacraliser
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.sa.kʁa.li.ze/
Ρήμα επεξεργασία
désacraliser (fr)
- αφαιρώ τον ιερό χαρακτήρα από κάτι, το απογυμνώνω από την ιερότητά του
- (μεταφορικά) υποβαθμίζω, υποτιμώ, ευτελίζω
- (μεταφορικά) απομυθοποιώ
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- désacraliser - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé