ĉarpentaĵo
(Ανακατεύθυνση από cxarpentajxo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarpentaĵo | ĉarpentaĵoj |
αιτιατική | ĉarpentaĵon | ĉarpentaĵojn |
ĉarpentaĵo (eo)
- η ξυλοκατασκευή
- η δομή, ο σκελετός