Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cristallophylien < cristallo- + φῦλλον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kʁis.ta.lɔ.fi.ljɛ̃/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό cristallophylien cristallophyliens
θηλυκό cristallophylienne cristallophyliennes

cristallophylien (fr)

  1. (παρωχημένο) που έχει κρυσταλλική και φυλλώδη δομή
  2. η λέξη χρησιμοποιείται για εδάφη που έχουν υποστεί γενική μεταμόρφωση