cristallophylien
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cristallophylien < cristallo- + φῦλλον
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cristallophylien | cristallophyliens |
θηλυκό | cristallophylienne | cristallophyliennes |
cristallophylien (fr)
- (γεωλογία)
- (παρωχημένο) που έχει κρυσταλλική και φυλλώδη δομή
- η λέξη χρησιμοποιείται για εδάφη που έχουν υποστεί γενική μεταμόρφωση