crew
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
crew | crews |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcrew (en)
- το πλήρωμα, το τσούρμο, όλοι οι άνθρωποι που εργάζονται σε ένα πλοίο, αεροπλάνο κτλ.
- ⮡ All the crew were saved.
- Όλο το πλήρωμα σώθηκε.
- ⮡ All the crew were saved.
- το πλήρωμα, το προσωπικό που εργάζονται σε ένα πλοίο, αεροπλάνο κτλ. εκτός από τον επικεφαλής
- ⮡ The crew and the captain of the aircraft welcome you on the flight to Athens.
- Το πλήρωμα και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους σας καλωσορίζουν στην πτήση για Αθήνα.
- ⮡ The crew and the captain of the aircraft welcome you on the flight to Athens.
- το συνεργείο, ομάδα τεχνικών με την έννοια των ανθρώπων που το αποτελούν
- ⮡ Television crews will cover the election rally.
- Τηλεοπτικά συνεργεία θα καλύψουν την προεκλογική συγκέντρωση.
- ⮡ Television crews will cover the election rally.
- (συνήθως κακόσημο) η ομάδα ανθρώπων
- (μη μετρήσιμο, αμερικανική σημασία, αθλητισμός) η κωπηλασία
- (λαϊκότροπο) φιλαράκια
Πηγές
επεξεργασία- crew - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 714. ISBN 9780194325684., λήμμα: πλήρωμα