ενικός         πληθυντικός  
crew crews

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

crew (en)

  1. το πλήρωμα, το τσούρμο, όλοι οι άνθρωποι που εργάζονται σε ένα πλοίο, αεροπλάνο κτλ.
    ⮡  All the crew were saved.
    Όλο το πλήρωμα σώθηκε.
  2. το πλήρωμα, το προσωπικό που εργάζονται σε ένα πλοίο, αεροπλάνο κτλ. εκτός από τον επικεφαλής
    ⮡  The crew and the captain of the aircraft welcome you on the flight to Athens.
    Το πλήρωμα και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους σας καλωσορίζουν στην πτήση για Αθήνα.
  3. το συνεργείο, ομάδα τεχνικών με την έννοια των ανθρώπων που το αποτελούν
    ⮡  Television crews will cover the election rally.
    Τηλεοπτικά συνεργεία θα καλύψουν την προεκλογική συγκέντρωση.
  4. (συνήθως κακόσημο) η ομάδα ανθρώπων
  5. (μη μετρήσιμο, αμερικανική σημασία, αθλητισμός) η κωπηλασία
     συνώνυμα: rowing
  6. (λαϊκότροπο) φιλαράκια