crane
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
crane | cranes |
crane (en)
- (πτηνό) γερανός, το πτηνό
- ο γερανός, το μηχάνημα
- ↪ The crane is lifting cargo.
- Ο γερανός ανυψώνει φορτία.
- ↪ The crane is lifting cargo.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | crane |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cranes |
αόριστος | craned |
παθητική μετοχή | craned |
ενεργητική μετοχή | craning |
crane (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- τεντώνω το λαιμό· σκύβω ή τεντώνομαι πάνω από κάτι για να δω κάτι καλύτερο
- ↪ He craned his neck forward to see.
- Τέντωσε το λαιμό του μπροστά για να δει.
- ↪ He craned his neck forward to see.