ενεστώτας cough up
γ΄ ενικό ενεστώτα coughs up
αόριστος coughed up
παθητική μετοχή coughed up
ενεργητική μετοχή coughing up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cough up < → δείτε τις λέξεις cough και up

cough up (en)

  • (μεταβατικό, ανεπίσημο, ιδιωματισμός) πληρώνω, τα σκάω
    ⮡  Do you know how much I coughed up in taxes this year?
    Ξέρεις πόσα έσκασα σε φόρους φέτος;
    ⮡  I coughed up £5 for that hat.
    Έσκασα 5 λίρες γι' αυτό το καπέλο.
    ⮡  He had to cough up (50 euros) for his son’s debts.
    Αναγκάστηκε να πέσει (50 ευρώ) για τα χρέη του γιου του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fork out
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684. , λήμμα: σκάζω