coruscant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coruscant | coruscants |
θηλυκό | coruscante | coruscantes |
coruscant (fr)
- (παρωχημένο) αστραφτερός, λαμπρός
- (λογοτεχνία) δοκησίσοφος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coruscant | coruscants |
θηλυκό | coruscante | coruscantes |
coruscant (fr)