cornum
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cornum < cornu < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱoru και *ḱr̥-no- < *ḱer-
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcornum ουδέτερο (& cornu)
- → δείτε τη λέξη cornu
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cornum | corna |
γενική | cornī | cornōrum |
δοτική | cornō | cornīs |
αιτιατική | cornum | corna |
κλητική | cornum | corna |
αφαιρετική | cornō | cornīs |