convenance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
convenance | convenances |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconvenance (fr) θηλυκό
- η σύμπτωση, η συμφωνία
- η σκοπιμότητα, η χρησιμότητα
Εκφράσεις
επεξεργασία- mariage de convenance]]: γάμος που καθορίζεται από την οικογενειακή ή οικονομική κατάσταση
- raison de convenance]]: λόγος, αιτία που προκαλείται από κοινωνικές σχέσεις