come up against
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | come up against |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes up against |
αόριστος | came up against |
παθητική μετοχή | come up against |
ενεργητική μετοχή | coming up against |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcome up against (en)
- τάσσομαι εναντίον, αντιμετωπίζω, έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι/κάποιον
- ⮡ They all came up against me.
- Τάχθηκαν όλοι εναντίον μου.
- ≠ αντώνυμα: come out in favor of
- ⮡ They all came up against me.