ενεστώτας come out of
γ΄ ενικό ενεστώτα comes out of
αόριστος came out of
παθητική μετοχή come out of
ενεργητική μετοχή coming out of

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come out of < → δείτε τις λέξεις come, out και of

come out of (en)

  • (χωρίς παθητική φωνή) βγαίνω με/από, εξελίσσομαι από κάτι
    ⮡  What will come out of waiting?
    Τι θα βγει με το να περιμένουμε;
    ⮡  Nothing came out of his efforts.
    Τίποτα δε βγήκε από τις προσπάθειές του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη result