Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clash clashes

clash (en)

  1. (ονοματοποιία) ένας δυνατός ήχος σαν να συγκρούονται δύο μεταλλικά αντικείμενα
     συνώνυμα: clashing
  2. σύγκρουση
ενεστώτας clash
γ΄ ενικό ενεστώτα clashes
αόριστος clashed
παθητική μετοχή clashed
ενεργητική μετοχή clashing

clash (en)

  1. παράγω δυνατό ήχο
  2. συγκρούομαι, έρχομαι σε σύγκρουση