cimento
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cimento < λατινική caementum < caedo < πρωτοϊταλική *kaidō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keh₂id- / *kh₂eyd- (κόβω, λαξεύω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcimento (it) αρσενικό
cimento (it) αρσενικό