ενικός         πληθυντικός  
choir choirs

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkwʌɪə/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

choir (en)

  1. (μουσική) η χορωδία
  2. χορός, μέρος στην εκκλησία όπου στέκεται η χορωδία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • choir - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • choir - Oxford Learner's Dictionaries



choir (fr)

  1. (παρωχημένο ή λόγιο) σύρομαι από πάνω προς τα κάτω
  2. (μεταφορικά) πέφτω
    tire la chevillette, la bobinette cherra (extrait du Petit Chaperon Rouge)
    τράβηξε τον πείρο και το μάνταλο θα πέσει (απόσπασμα από την «Κοκκινοσκουφίτσα»)