bobinette
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bobinette | bobinettes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
bobinette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) το μάνταλο
- tire la chevillette, la bobinette cherra (extrait du Petit Chaperon Rouge) - τράβηξε τον πείρο και το μάνταλο θα πέσει (από την Κοκκινοσκουφίτσα)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη bobine