ενικός         πληθυντικός  
bobinette bobinettes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bobinette (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) το μάνταλο
    tire la chevillette, la bobinette cherra (extrait du Petit Chaperon Rouge) - τράβηξε τον πείρο και το μάνταλο θα πέσει (από την Κοκκινοσκουφίτσα)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη bobine