Ετυμολογία

επεξεργασία
chevillette < cheville

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chevillette chevillettes

chevillette (fr) θηλυκό

  1. μικρός πείρος
    tire la chevillette et la bobinette cherra (extrait du Petit Chaperon Rouge) - τράβηξε τον πείρο και το μάνταλο θα πέσει (από την Κοκκινοσκουφίτσα)