chevillette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- chevillette < cheville
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chevillette | chevillettes |
chevillette (fr) θηλυκό
- μικρός πείρος
- tire la chevillette et la bobinette cherra (extrait du Petit Chaperon Rouge) - τράβηξε τον πείρο και το μάνταλο θα πέσει (από την Κοκκινοσκουφίτσα)