chienlit
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chienlit | chienlits |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαchienlit (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) μάσκα της Αποκριάς
- (μεταφορικά) χοντροειδής αμφίεση, μεταμφίεση
- (μεταφορικά) ακαταστασία