ενικός         πληθυντικός  
chienlit chienlits

  Ετυμολογία

επεξεργασία
chienlit < chier + en + lit

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chienlit (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) μάσκα της Αποκριάς
  2. (μεταφορικά) χοντροειδής αμφίεση, μεταμφίεση
  3. (μεταφορικά) ακαταστασία