cerva
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cerva < cervus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (κέρας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcerva (la) θηλυκό
- ελάφι
- Cerva alba eximiae pulchritudinis et vivacissimae celeritatis a Lusitano ei quodam dono data est. (Aulus Gellius, Noctes atticae, 15, 22, 4)
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cerva | cervae |
γενική | cervae | cervārum |
δοτική | cervae | cervīs |
αιτιατική | cervam | cervās |
κλητική | cerva | cervae |
αφαιρετική | cervā | cervīs |