ενικός πληθυντικός
cens cens

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cens (fr) αρσενικό

  1. (ιστορία) φόρος που επιβαλλόταν ετήσια σε ορισμένα αγαθά στον φεουδάρχη
  2. ελάχιστος φόρος που καταβάλλεται σε ορισμένα κράτη για να μπορεί κάποιος να ψηφίσει και να παρουσιαστεί σαν υποψήφιος στις εκλογές
  3. απαρίθμηση των Ρωμαίων πολιτών καθώς και της περιουσίας τους που γινόταν ανά πέντε έτη

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • cens στη γαλλική Βικιπαίδεια