cens
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
cens | cens |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcens (fr) αρσενικό
- (ιστορία) φόρος που επιβαλλόταν ετήσια σε ορισμένα αγαθά στον φεουδάρχη
- ελάχιστος φόρος που καταβάλλεται σε ορισμένα κράτη για να μπορεί κάποιος να ψηφίσει και να παρουσιαστεί σαν υποψήφιος στις εκλογές
- απαρίθμηση των Ρωμαίων πολιτών καθώς και της περιουσίας τους που γινόταν ανά πέντε έτη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- cens στη γαλλική Βικιπαίδεια