catastrofă
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcatastrofă (ro) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του catastrofă
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o catastrofă | catastrofa | nişte catastrofe | catastrofele |
γενική | a unei catastrofe | catastrofei | a unor catastrofe | catastrofelor |
δοτική | unei catastrofe | catastrofei | unor catastrofe | catastrofelor |
αιτιατική | o catastrofă | catastrofa | nişte catastrofe | catastrofele |
κλητική | — | - | — | - |