Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

carafon < carafe + -on

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
carafon carafons

carafon (fr) αρσενικό

  1. μικρή καράφα με κρασί ή λικέρ
  2. (ειδικότερα) πολύ μικρή καράβα, σε εστιατόρια, που έχει χωρητικότητα ενός τετάρτου (1/4) του λίτρου
  3. (κατ’ επέκταση) η ποσότητα κρασιού που περιέχει η παραπάνω καράφα
  4. (αργκό) ο χαρακτήρας, η προσωπικότητα